- ἔπιδε
- ἔπιδε s. ἐπεῖδον.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἔπιδε — ἐπεῖδον look upon aor imperat act 2nd sg ἐπεῖδον look upon aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπιδ' — ἔπιδε , ἐπεῖδον look upon aor imperat act 2nd sg ἔπιδε , ἐπεῖδον look upon aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)